(//photo from http://www.worldwaronecolorphotos.com & edited with Picasa 3 & GIMP 2//)
Δε συναντάς συχνά πολυκατοικίες σε μια τέτοια συνοικία, ειδικά σε αυτό το σημείο της πόλης.. Εδώ καλά καλά δε βρίσκεις κάποιο ανοιχτό από αυτά τα 24ωρα που μπορείς να αγοράσεις μισή μπαγκέτα στην τιμή των 3, με τον παρακμιακό ήχο που κάνει η σιδερόπορτα καθώς κλείνει πίσω σου.
"Τι στο διάολο, ούτε ψυχή", αναρωτήθηκε σκεπτόμενος γιατί επικαλείται ψυχές και δαίμονες τέτοια ώρα. Στην πραγματικότητα, περισσότερο τον απασχολούσε το πώς βρέθηκε εκεί παρά το πώς θα έφευγε..
Έσβησε τη μηχανή της σακαράκας του, ένα παλιό Lancia που κάποτε , κάπως είχε βρει σε τιμή ευκαιρίας σε μια μάντρα στην άλλη άκρη της πόλης. Έστριψε ένα τσιγάρο και κάθισε να κοιτάζει το σαράβαλο. Σκέφτηκε πόσο σκουριασμένη και αδύναμη ήταν και η δικιά του η ψυχή, οι δικές του σκέψεις και τον κυρίευσε μια γλυκόπικρη νοσταλγία..
Πόσες βδομάδες, μήνες, ίσως και χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που μίλησε με κάποιον κοιτάζοντάς τον στα μάτια..
Ένας αναστεναγμός βγήκε από τα επίσης σκουριασμένα πνευμόνια του.. Τυλίχτηκε γύρω από το δανεικό σακάκι που φορούσε. Έκανε κρύο για την εποχή και εκείνο το βράδυ φυσούσε παγωμένος αέρας. Άρχισε να βηματίζει σε έναν άγνωστο για αυτόν λασπωμένο δρόμο.. Στη γωνία έστριψε αριστερά, μετά πάλι δεξιά.. δεν είχε την παραμικρή ιδέα που πήγαινε αλλά δεν τον ένοιαζε και πολύ.. μήπως είχε σημασία πια. Είχε μπουχτίσει να αναλώνεται καθημερινά σε αδιέξοδα και ψυχοφθόρα δίπολα ακατανόητης κοινωνικοποίησης, έτσι έλεγε στον εαυτό του και μπερδευόταν περισσότερο.
(//photo from http://www.lassehoile.com & edited with Picasa 3)
Από τη μία τον κούραζε η δουλειά του.. Από την άλλη βαθιά μέσα του ήξερε πως τα 'χε κάνει σκατά με αυτά που αγαπούσε και νοιαζόταν πιο πολύ..
"Ο,τι δηλαδή?Τι έπρεπε να..", δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του όταν το είδε. Δεκαπέντε όροφοι περίπου και μια τεράστια σπασμένη είσοδος στάνταρ μισό αιώνα πριν, σίγουρα δεν περνούσε απαρατήρητη αυτή η μισογκρεμισμένη πολυκατοικία. Κι όμως δεν ήταν αυτό που του τράβηξε την προσοχή. Σίγουρα όχι.
Το φως που αναβόσβηνε περιοδικά κάπου στο 3ο όροφο και ο ήχος ενός τεθλασμένου σαξόφωνου-έτσι νόμισε πως άκουσε δηλαδή- αυτά ήταν που του κίνησαν την περιέργεια.
Δεν έχασε καιρό, το μυαλό του ήταν ήδη εκεί, το σώμα του χτυπούσε στις μεσοτοιχίες που κρέμονταν έτοιμες να καταρρεύσουν και να τον πάρουν μαζί τους και τα πόδια του
δρασκέλιζαν χωμάτινες σκάλες που υποχωρούσαν σε κάθε του βήμα. Η μουσική γινόταν όλο και πιο έντονη, όλο και πιο παρανοϊκή. Μια ανεξήγητη έμμονη ιδέα, κάτι παραπάνω από περιέργεια, τον τραβούσε προς εκείνο το δωμάτιο. Κάποια στιγμή έφτασε και αντίκρυσε μια μισάνοιχτη πόρτα και από μέσα φως και ήχοι που σιγοέσβηναν. Κοντοστάθηκε. Τελικά μπήκε.
Ένα έντονο τρίξιμο// μια κραυγή απόγνωσης// διάσπαρτα αναφιλητά// το φως έσβησε// η μουσική σταμάτησε// οι σκάλες τελείωσαν// οι τοίχοι δεν άντεξαν και το σκοτάδι μετακινήθηκε για λίγο στο σημείο εκείνο που όλα κατέρρεαν..
Έκτοτε το ίδιο όνειρο..
Δε συναντάς συχνά πολυκατοικίες σε μια τέτοια συνοικία, ειδικά σε αυτό το σημείο της πόλης.. Εδώ καλά καλά δε βρίσκεις κάποιο ανοιχτό από αυτά τα 24ωρα που μπορείς να αγοράσεις μισή μπαγκέτα στην τιμή των 3, με τον παρακμιακό ήχο που κάνει η σιδερόπορτα καθώς κλείνει πίσω σου.
"Τι στο διάολο, ούτε ψυχή", αναρωτήθηκε σκεπτόμενος γιατί επικαλείται ψυχές και δαίμονες τέτοια ώρα. Στην πραγματικότητα, περισσότερο τον απασχολούσε το πώς βρέθηκε εκεί παρά το πώς θα έφευγε..
Έσβησε τη μηχανή της σακαράκας του, ένα παλιό Lancia που κάποτε , κάπως είχε βρει σε τιμή ευκαιρίας σε μια μάντρα στην άλλη άκρη της πόλης. Έστριψε ένα τσιγάρο και κάθισε να κοιτάζει το σαράβαλο. Σκέφτηκε πόσο σκουριασμένη και αδύναμη ήταν και η δικιά του η ψυχή, οι δικές του σκέψεις και τον κυρίευσε μια γλυκόπικρη νοσταλγία..
Πόσες βδομάδες, μήνες, ίσως και χρόνια είχαν περάσει από την τελευταία φορά που μίλησε με κάποιον κοιτάζοντάς τον στα μάτια..
Ένας αναστεναγμός βγήκε από τα επίσης σκουριασμένα πνευμόνια του.. Τυλίχτηκε γύρω από το δανεικό σακάκι που φορούσε. Έκανε κρύο για την εποχή και εκείνο το βράδυ φυσούσε παγωμένος αέρας. Άρχισε να βηματίζει σε έναν άγνωστο για αυτόν λασπωμένο δρόμο.. Στη γωνία έστριψε αριστερά, μετά πάλι δεξιά.. δεν είχε την παραμικρή ιδέα που πήγαινε αλλά δεν τον ένοιαζε και πολύ.. μήπως είχε σημασία πια. Είχε μπουχτίσει να αναλώνεται καθημερινά σε αδιέξοδα και ψυχοφθόρα δίπολα ακατανόητης κοινωνικοποίησης, έτσι έλεγε στον εαυτό του και μπερδευόταν περισσότερο.
(//photo from http://www.lassehoile.com & edited with Picasa 3)
Από τη μία τον κούραζε η δουλειά του.. Από την άλλη βαθιά μέσα του ήξερε πως τα 'χε κάνει σκατά με αυτά που αγαπούσε και νοιαζόταν πιο πολύ..
"Ο,τι δηλαδή?Τι έπρεπε να..", δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του όταν το είδε. Δεκαπέντε όροφοι περίπου και μια τεράστια σπασμένη είσοδος στάνταρ μισό αιώνα πριν, σίγουρα δεν περνούσε απαρατήρητη αυτή η μισογκρεμισμένη πολυκατοικία. Κι όμως δεν ήταν αυτό που του τράβηξε την προσοχή. Σίγουρα όχι.
Το φως που αναβόσβηνε περιοδικά κάπου στο 3ο όροφο και ο ήχος ενός τεθλασμένου σαξόφωνου-έτσι νόμισε πως άκουσε δηλαδή- αυτά ήταν που του κίνησαν την περιέργεια.
Δεν έχασε καιρό, το μυαλό του ήταν ήδη εκεί, το σώμα του χτυπούσε στις μεσοτοιχίες που κρέμονταν έτοιμες να καταρρεύσουν και να τον πάρουν μαζί τους και τα πόδια του
δρασκέλιζαν χωμάτινες σκάλες που υποχωρούσαν σε κάθε του βήμα. Η μουσική γινόταν όλο και πιο έντονη, όλο και πιο παρανοϊκή. Μια ανεξήγητη έμμονη ιδέα, κάτι παραπάνω από περιέργεια, τον τραβούσε προς εκείνο το δωμάτιο. Κάποια στιγμή έφτασε και αντίκρυσε μια μισάνοιχτη πόρτα και από μέσα φως και ήχοι που σιγοέσβηναν. Κοντοστάθηκε. Τελικά μπήκε.
Ένα έντονο τρίξιμο// μια κραυγή απόγνωσης// διάσπαρτα αναφιλητά// το φως έσβησε// η μουσική σταμάτησε// οι σκάλες τελείωσαν// οι τοίχοι δεν άντεξαν και το σκοτάδι μετακινήθηκε για λίγο στο σημείο εκείνο που όλα κατέρρεαν..
Έκτοτε το ίδιο όνειρο..